Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Σκέψεις για την Ποίηση




μοναχός Θεολόγος Ιβηρίτης

«Όποιος είναι καθαρός, είναι ποιητής».

Ένας λόγος του Σεφέρη, ανάλογος με τον στίχο του απολυτικίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι». Θυμίζει επίσης κι αυτά που γράφει ο π. Πορφύριος, ο μέγας Άγιος της εποχής μας: «Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα … Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν’ αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι’ αυτόν που αγαπάεις».

Η άσκηση, η ταπείνωση, η καθαρότητα της καρδιάς καθιστούν κάποιον αληθινό. Η ευαισθησία για τον άνθρωπο και τη γλώσσα κάνουν τον ποιητή. Αληθινός ποιητής, με μήνυμα υπερχρονικό, καθολικό και παγκόσμιο, είναι όποιος συνδυάζει όλα τα παραπάνω. Μελετώντας τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, μαζί με τα βάθη του Πνεύματος, διακρίνουμε και τα κάλλη του φθέγματος: λόγο δυνατό, δονούμενο από μιαν υπερκόσμια πηγή εταστικών της καρδίας και ειρηνοποιών συνάμα δονήσεων· λέξεις υπέρκαλλες, ύφος απέριττο και αψεγάδιαστο· και «ο άνθρωπος είναι το ύφος», είπε κάποιος.

Το ότι οι άγιοι Πατέρες είναι αληθινοί το φανερώνουν τα έργα τους. Εδώ αποκαλύπτεται ο άνθρωπος σε όλο του το μεγαλείο, ενδεδυμένος τον πλούτο της Χάριτος, να έχει φτάσει «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». «Ἐκεῖ παραγενόμενος, ὄντως ἄνθρωπος ἔσομαι», γράφει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Μιλούν ταπεινά και, ταυτόχρονα, «ὡς ἐξουσίαν ἔχοντες», γιατί γνωρίζουν τα βάθη του Θεού και των ανθρώπων. Ο λόγος τους, γέννημα νου απαλλαγμένου από την ταραχή των λογισμών, μεταδίδει κάτι από την «εἰρήνην τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν».

Και σε πολλούς ποιητές διακρίνουμε μια μεγάλη ευαισθησία και μια προσπάθεια κάθαρσης (χαρακτηριστικός ο διάλογος του Σεφέρη: «-Γιατί, βρε, γράφεις ποιήματα; -Για να λευτερωθώ από το προπατορικό αμάρτημα»)· μια προσπάθεια για έκφραση αυθεντική, για επικοινωνία με τον άλλο με μια γλώσσα καθαρή, πέρα από τις κοινωνικές συμβατικότητες· μια διατύπωση ερωτημάτων για την αγάπη, τον θάνατο, το επέκεινα. Η ποίηση: καρδιογράφημα ενός λαού, ενός ανθρώπου, μιας εποχής· θαυμαστικό, στεναγμός, καταγραφἠ της καθημερινής φθοράς.

Πολλές φορές όμως, λησμονούμε κάποια βασικά πράγματα: ότι το πιο απαραίτητο για τον άνθρωπο, η ανάσα της ψυχής, είναι η προσευχή· κι ότι η μετάνοια είναι αυτή που αποκαθιστά τη σχέση με τον Θεό και τον εντός ημών ρυθμό του κόσμου. Όποιος δεν έχει τα παραπάνω, κινδυνεύει να λιμοκτονήσει πνευματικά· να μείνει μισός· να εξαπατηθεί από τα πρόσκαιρα και τα φαινόμενα και να ζει μόνο γι᾿ αυτά.

Κι ο ποιητής κάποιες φορές παγιδεύεται στην ευαισθησία του. Τον απασχολούν τα προβλήματα της έκφρασης καθ᾿ ἑαυτήν, οι «μανιέρες», οι λέξεις ως αντικείμενα. Ο αγώνας διεξάγεται στην επιφάνεια. Κι ενώ κατά βάθος η σχέση με τον άλλο περνά μέσα από τη σχέση με τον Θεό, αυτός δημιουργεί έναν κόσμο με κέντρο τον εαυτό του. Παρά την καλλιέπεια των κειμένων του, κάτι λείπει. Τα συναισθήματα υπερτονίζονται (ο μακαρίτης φίλος μου Νίκος Πεντζίκης έλεγε πως «συναίσθημα=αίσθημα+εγωισμός»). Ελλοχεύει μια πικρία απέναντι στον άλλο· ένα βαθύτερο παράπονο για τον Θεό που έτσι έπλασε τον κόσμο. Οι πληγές δεν επουλώνονται, αλλά πυορροούν. Έτσι, το ποιητικό αποτέλεσμα εισπράττεται σαν μια αισθητική συγκίνηση που στο βάθος αφήνει ένα αίσθημα ασφυξίας.

Από τα παραπάνω φαίνεται πως δεν βλέπω την ποίηση απλώς σαν μια τέχνη χειρωνακτική, που απαιτεί επεξεργασία του υλικού και εξάσκηση του δημιουργού. Είναι κι αυτό, αλλ᾿ όχι πρωτίστως. Επειδή το είναι μας εξαρτάται από τον Θεό, κι Αυτός είναι ο χορηγός κάθε λόγου και σοφίας, πιστεύω πως ό,τι προέχει είναι η σωστή και ειλικρινής σχέση με Αυτόν και πως η ποίηση οφείλει να είναι μια καταγραφή αυτής της σχέσης, του βιώματος και των λόγων που πηγάζουν απ᾿ αυτήν.

Η αρμονία του κόσμου πηγάζει από τον Θεό. Για να δονηθεί το είναι μας μ᾿ έναν παλμό και συμπαντικό, οφείλουμε να ομοιωθούμε με τον «πρᾷον καὶ ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ» Δημιουργό του. Το κάλλος βρίσκεται στην ταπείνωση («ὁτιοῦν ἔχον ταπείνωσιν εὐπρεπὲς πέφυκεν», γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος). Ο εξομολογητικός τόνος της γραφής, η επικοινωνία με τον αόρατο αναγνώστη, η επεξεργασία του υλικού είναι ανεπαρκή από μόνα τους. Όταν όμως συνδυαστούν με τη μετάνοια, την εγκράτεια και την ταπείνωση, τότε καρποφορούν τη δοξολογία και το κάλλος που σώζει τον κόσμο.

Έχουμε ανάγκη από την πράξη, από λόγο κεκαθαρμένο, προερχόμενο «ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης», από ένα βίωμα που δεν το κλονίζει κανένα επιχείρημα. Προσμένουμε μεγάλους ποιητές που θα ‘ναι και πνευματέμφοροι θεολόγοι.

i Η πρώτη μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στο βιβλίο "Πίστη και νεοελληνική λογοτεχνία. Η αναζήτηση του Θεού στη λογοτεχνία μας", Λευκωσία 1990, σσ. 21-22. Το αναρτώ εδώ, με κάποιες αλλαγές και προσθήκες.